- τζίφος
- ο напрасное старание;
τζίφος η δουλειά μας — у нас ничего не вышло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζίφος η δουλειά μας — у нас ничего не вышло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζίφος — ο αποτυχία, χαμένος κόπος: Τζίφος η δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζίφος — ο, Ν άγονη προσπάθεια, αποτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, < αραβ. zife, ενώ, κατ άλλη, από το ψῆφος, που πήρε τη σημ. «μηδέν»] … Dictionary of Greek